θαλασσοδάνειο(ν)

θαλασσοδάνειο(ν)
τό
1) мор. бодмерея; 2) кабальный заём; 3) ирон. заём без отдачи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θαλασσοδάνειο(ν)" в других словарях:

  • θαλασσοδάνειο — το 1. δάνειο με υψηλό τόκο που παρεχόταν σε πλοιοκτήτη ή φορτωτή, ενώ η επιστροφή του εξαρτούνταν από την αίσια έκβαση ναυτικής επιχείρησης 2. δάνειο με πολύ μεγάλο τόκο τού οποίου η απόδοση δεν είναι σίγουρη λόγω τού ότι ο οφειλέτης δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοδάνειο — το 1. βαρύτοκο και συνεπώς επισφαλές δάνειο που δίνεται σε ναυτικούς. 2. δάνειο που δεν πρόκειται να επιστραφεί: Να σου λείπουν τα θαλασσοδάνεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • ναυτοδάνειο — το 1. δάνειο σε πλοιοκτήτη ή σε φορτωτή με την ευκαιρία ναυτικής επιχείρησης τού οποίου η επιστροφή εξαρτάται από την αίσια έκβαση που αυτή θα έχει 2. μτφ. δανεικά κι αγύριστα, θαλασσοδάνειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + δάνειο. Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

  • ναυτοδάνειο — το δάνειο στους πλοιοκτήτες με υψηλό τόκο, αλλ. θαλασσοδάνειο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»